- διήρης
- διήρηςdoublemasc/fem acc pl (attic epic doric)διήρηςdoublemasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)διήρηςdoublemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διήρης — Πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας που είχε δύο επάλληλες σειρές κουπιών στην κάθε πλευρά του. Η εφεύρεση της δ. υπήρξε αποτέλεσμα της προσπάθειας για αύξηση της ταχύτητας των πολεμικών πλοίων με κουπιά, χωρίς να αυξηθεί το μήκος του σκάφους πέρα από … Dictionary of Greek
διήρει — διήρης double masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) διήρης double masc/fem/neut dat sg διήρεϊ , διήρης double dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρη — διήρης double neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διήρης double masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διήρης double masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διῆρες — διήρης double masc/fem voc sg διήρης double neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεα — διήρης double neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διήρης double masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεις — διήρης double masc/fem acc pl διήρης double masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεσι — διήρης double masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρεσιν — διήρης double masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήρους — διήρης double masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek